- κάτοπτος
- κάτοπτοςvisiblemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάτοπτος — (I) η, ο (Α κάτοπτος, ον) ορατός από παντού, περίοπτος («κάτοπτον δ ἐ πολλοῡ τοῑς προσπλέουσι», Στράβ.) αρχ. αυτός που βρίσκεται πάνω από κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οπτος (< ὀπτός < θ. ὀπ τού ὄπωπα «βλέπω»), πρβλ. έπ οπτος, περί… … Dictionary of Greek
κάτοπτον — κάτοπτος visible masc/fem acc sg κάτοπτος visible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτοπτα — κάτοπτος visible neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτοπτοι — κάτοπτος visible masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακάτοπτος — ἀκάτοπτος, ον (Α) [κάτοπτος] ο απαρατήρητος (Ηλιόδ. 6, 14) … Dictionary of Greek
ευαγής — (I) ές (Α εὐαγής, ές) 1. αυτός που είναι απαλλαγμένος από το άγος 2. (για πρόσωπα) αγνός, καθαρός, άψογος, ανεπίληπτος, ευσεβής νεοελλ. φρ. «ευαγή ιδρύματα» τα φιλανθρωπικά ιδρύματα, αυτά που έχουν ιδρυθεί για ευσεβείς και φιλανθρωπικούς σκοπούς… … Dictionary of Greek
κατοπτώ — κατοπτῶ, άω (Α) 1. ψήνω εντελώς 2. παθ. κατοπτῶμαι, άομαι α) είμαι καλομαγειρεμένος β) (για το αίμα) είμαι πολύ θερμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για μετονοματικό παρ. < κάτοπτος (II) «καλά ψημένος»] … Dictionary of Greek
σύνοπτος — ον, Α 1. αυτός τον οποίο μπορεί να δει κανείς μεμιάς, κάτοπτος, ολοφάνερος («κίνδυνος ἅπασι σύνοπτος», Πολ.) 2. κατανοητός, εύληπτος («σύνοπτα ευνόητα», Ησύχ.) 3. φρ. «ἐν συνόπτῳ εἰμί» είμαι σε τέτοια απόσταση ώστε να βλέπω τη Γη (Αισχίν.).… … Dictionary of Greek